- χαιτήεις
- και δωρ. τ. χαιτάης και ιων. τ. χαιτέης, -εσσα, -εν, Α1. (για τον Απόλλωνα ή για τους Γάλλους, τους ιερείς τής Κυβέλης) αυτός που έχει μακριά μαλλιά, κόμη που κυματίζει (α. «ὁ χαιτάεις... Λατοΐδας», Πίνδ.β. «Γάλλος ὁ χαιτάεις, ὁ νεήτομος», Ανθ. Παλ.)2. (για ίππο) αυτός που έχει μακριά χαίτη3. (για αρκούδα) αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα4. (για φυτό) πυκνόφυλλος, φουντωτός.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαίτη + κατάλ. -ήεις(βλ. λ. -όεις)].
Dictionary of Greek. 2013.